- περιδαίω
- περιδαίω, in [voice] Pass.A to be exceedingly heated, Opp.H.5.411 : metaph., περιδαίομαι Ἐνδυμιωνι I burn with love for him, A.R.4.58.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιδαίω — Α 1. καίω, πυρπολώ 2. παθ. περιδαίομαι καίγομαι ολόγυρα 3. είμαι πάρα πολύ θερμός 4. μτφ. φλέγομαι από έρωτα για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δαίω (Ι) «καίω»] … Dictionary of Greek